- ομβριστήρ
- ὀμβριστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)σωλήνας που βρίσκεται στη στέγη και ο οποίος χρησιμοποιούνταν για τη διοχέτευση τών νερών τής βροχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀμβρίζω + επίθημα -τήρ (πρβλ. καθαρισ-τήρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.